- ελαφιάζω
- αλαφιάζω, προκαλώ ξαφνικά φόβο ή ταραχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
λαφιάζω — αλαφιάζω, φοβίζω, τρομάζω κάποιον ή τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι ή αλαφιάζω (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < αλάφι ή ελαφιάζω] … Dictionary of Greek